Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπόμακτρα — ἀπόμακτρον strickle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμακτρ' — ἀπόμακτρα , ἀπόμακτρον strickle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)